διανάττω

διανάττω
μετ. конопатить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διανάττω" в других словарях:

  • διανάσσω — και διανάττω, διανάσσω, διανάττω (Α) [νάσσω] 1. καλαφατίζω, ματζακονίζω 2. φράζω με στουπί ή πίσσα τα κενά ανάμεσα στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να τού προσδώσω στεγανότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»